- ἐπικήπιος
- ἐπι-κήπιος, αὔρη, Gartenlust
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικήπιος — ἐπικήπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στον κήπο ή προέρχεται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήπος + επίθημ. ιος] … Dictionary of Greek